- μαγνητίζω
- 1. επιδρώ με μαγνήτη, έλκω κάτι χρησιμοποιώντας μαγνήτη ή μεταδίδω τις ιδιότητες τού μαγνήτη σε έλασμα σιδήρου, μετατρέπω ένα σώμα σε μαγνήτη2. μτφ. επιδρώ σε κάποιο άτομο με μυστηριώδη τρόπο τόσο ώστε να περιπέσει σε καταληπτική κατάσταση3. μτφ. ασκώ γοητεία, γοητεύω, θέλγω, συναρπάζω, σαγηνεύω4. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) μαγνητίζων, -ουσα, -ονκατάλληλος για την παραγωγή ή τη μετάδοση μαγνητισμού5. φρ. «μαγνητίζον πεδίο»φυσ. η ένταση τού μαγνητικού πεδίου στο οποίο τοποθετείται ένα κομμάτι σιδήρου ή χάλυβα για να μαγνητιστεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγνήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στο περιοδικό Ερμής ολόγιος].
Dictionary of Greek. 2013.